επικόρμιον
Смотреть что такое "επικόρμιον" в других словарях:
επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] … Dictionary of Greek
ἐπικόρμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικορμίῳ — ἐπικόρμιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκορμον — ἐπίκορμον, τό (Μ) [κορμός] επικόρμιον … Dictionary of Greek